- σαμιώτικος
- -η, -ο, Ν [Σαμιώτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο ή στον Σαμιώτη ή και αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιακός («σαμιώτικος χορός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμιώτικος — η, ο βλ. σαμιακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμαίος — αία, ον, Α σαμιακός, σαμιώτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
σαμιακός — ή, ό / σαμιακός, ή, όν, ΝΑ [Σάμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί») νεοελλ. φρ. «Σαμιακός Κώδιξ» (νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
σαμιακός — σαμιακός, ή, ό και σαμιώτικος, η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σάμο ή προέρχεται από τη Σάμο: Σαμιακός πόλεμος. – Σαμιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)